ξετσιπωμένος
Смотреть что такое "ξετσιπωμένος" в других словарях:
ξετσιπώνομαι — ξετσιπώθηκα, ξετσιπωμένος, γίνομαι αδιάντροπος, χάνω την ντροπή μου, την τσίπα μου: Ξετσιπώθηκε εντελώς και δε λογαριάζει τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)